- τραμουντάνα
- η1) север;
άστρο της τραμουντάνας — Полярная звезда;
2) северный ветер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άστρο της τραμουντάνας — Полярная звезда;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τραμουντάνα — η, Ν 1. ο βορράς 2. βόρειος άνεμος, βοριάς («φύσηξε βοριάς, φύσηξε τραμουντάνα», δημ. τραγούδι) 3. φρ. «άστρο τής τραμουντάνας» ο πολικός αστέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tramontana «αέρας που φυσά από τα βουνά τού Βοριά» < λατ. transmontanus… … Dictionary of Greek
τραμουντάνα — η (λ. ιταλ.) 1. ο βοριάς ως σημείο του ορίζοντα: Άστρο της τραμουντάνας, ο πολικός αστέρας. 2. βοριάς, βόρειος άνεμος: Φυσάει τραμουντάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
трамонтано — северный ветер , азовск. (Кузнецов), термонтан горный ветер , донск. (Миртов). Из ит. tramontano – то же; см. Фасмер, RS 4, 160. Отсюда и нов. греч. τραμουντάνα (см. Г. Майер, Ngr. Stud. 4, 90) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
βελόνι — το (Μ βελόνι[ν]) μικρή βελόνα για ράψιμο νεοελλ. 1. ο δείκτης της μαγνητικής πυξίδας 2. ονομασία ψαριού με επίμηκες σώμα, λεπτό και οξύ ρύγχος 3. φρ. α) «κάθεται στα βελόνια» είναι πολύ ανήσυχος 6) «θα χάσει η Πόλη γάιδαρο κι η Βενετιά βελόνι»… … Dictionary of Greek
άρκτος — η 1. για το σαρκοφάγο θηλαστικό (βλ. λ. αρκούδα). 2. όνομα δύο αστερισμών οι οποίοι βρίσκονται στο βόρειο πόλο του ουρανού και που λέγονται ο μεγαλύτερος «Μεγάλη Άρκτος» (αλλιώς «Κάραβος» ή «Αλέτρι» ή « Αλετροπόδι», «Εφταπάρθενος χορός» κτλ.) και … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοριάς — ο 1. άνεμος που φυσάει από το βορρά, τραμουντάνα: Το χειμώνα ο βοριάς είναι παγωμένος. 2. ο βορράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορτσάρω — (λ. ιταλ.), φόρτσαρα και φορτσάρισα, φορτσαρισμένος 1. μτβ., εντείνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό, αυξάνω την έντασή του: Φορτσάρω τη δουλειά. 2. (ναυτ.), επαυξάνω τα καραβόπανα. 3. αμτβ. (ιδίως για ανέμους), εντείνομαι, γίνομαι σφοδρότερος, φουντώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσώ — φύσησα και φύσηξα, φυσήθηκα και φυσήχτηκα, φυσημένος και φυσηγμένος 1. μτβ., εκτοξεύω αέρα σε κάτι με το στόμα ή με τα ρουθούνια ή με φυσερό ή με άλλο μέσο: Φυσώ τη φωτιά. 2. με φύσημα γεμίζω ασκό ή σωλήνα με αέρα: Φυσάει την γκάιντα. 3. με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)